- δικαιοδοτική λειτουργία
- Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής ισχύος. Στο συνταγματικό κράτος η λειτουργία αυτή έχει ανατεθεί σε κατάλληλα δικαιοδοτικά όργανα, τα οποία είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα από τα άλλα όργανα του κράτους. Η συγκρότηση της δ.λ. ως εξειδικευμένης και αποκλειστικής λειτουργίας του κράτους είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής διαδικασίας, που εκτόπισε βαθμιαία τις πιο πρωτόγονες μορφές ιδιωτικής δικαιοσύνης και την ανάμειξη δημοσίων και ιδιωτικών λειτουργιών που χαρακτήριζε τη δ.λ. της φεουδαρχικής περιόδου, όταν η εξουσία αποκατάστασης των παραβιάσεων της τάξης περιεχόταν ευθέως στη σφαίρα κυριαρχίας του φεουδάρχη ιδιοκτήτη. Από το ιστορικό αυτό πρίσμα η δ.λ. χαρακτηρίζεται, στο νεότερο κράτος, από το γεγονός ότι αποτελεί μονοπώλιο ενός δημοσίου οργάνου και ότι πραγματοποιείται με βάση επακριβείς νομικούς κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν, μεταξύ άλλων, τις δικονομικές διαδικασίες. Σχετικά με το περιεχόμενο και τον σκοπό της δ.λ. υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Σύμφωνα με την αποκαλούμενη υποκειμενική θεωρία, σκοπός της δ.λ. είναι να προστατεύσει τα υποκειμενικά δικαιώματα του ατόμου. Η αντικειμενική θεωρία υποστηρίζει ότι η δ.λ. τείνει στην πραγμάτωση του αντικειμενικού δικαίου, με την καταναγκαστική εφαρμογή του κανόνα που παραβιάστηκε. Άλλες θεωρίες υπογραμμίζουν επιλεκτικά ένα από τα ειδικά στοιχεία της δικαιοδοτικής πράξης, χαρακτηρίζοντας τη δ.λ. ως λειτουργία απόδοσης του δικαίου ή ως δραστηριότητα που αποβλέπει στην επίλυση των διαφορών, στην απλή εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπονται από το νομικό καθεστώς για τις περιπτώσεις παραβάσεων ή, τέλος, στην πραγμάτωση μιας εγγύησης του αντικειμενικού δικαίου. Από την άποψη της δομής της δ.λ., συνήθως διακρίνονται τρεις ειδικές διαδικασίες, οι οποίες ανάγονται αντίστοιχα στην απόφαση (εξουσία έρευνας, μελέτης και επίλυσης της συγκεκριμένης περίπτωσης), στον καταναγκασμό (εξουσία βίαιης εκτέλεσης της απόφασης) και στην πιστοποίηση (εξουσία βεβαίωσης των δικαιοδοτικών ενεργειών και αποφάσεων κατά τρόπο αυθεντικό και τυπικό). Τέσσερις είναι οι κύριες τυπικές προϋποθέσεις της δ.λ.: 1) η ύπαρξη ενός αρμόδιου οργάνου (δικαστής), κανονικά επιφορτισμένου με τις λειτουργίες του και με ξεχωριστή αρμοδιότητα από άλλα όργανα του κράτους· 2) η ύπαρξη μιας προκαθορισμένης διαδικασίας (δίκη) για την πραγμάτωση της δ.λ.· 3) η ανάπτυξη της λειτουργίας σε κανονική αντιδικία των μερών· 4) η ύπαρξη ενός συστήματος εγγυήσεων (δικονομικές εγγυήσεις) μεταξύ των οποίων, κυρίως, το δικαίωμα της υπεράσπισης και η αρχή της δημοσιότητας και της προφορικής ανάπτυξης. Διακρίνονται επίσης διάφορα είδη δ.λ. Σε σχέση προς το όργανο που ασκεί τη λειτουργία, η δ.λ. διακρίνεται σε συνήθη δ.λ. (που αναφέρεται στη γενικότητα των περιπτώσεων) και σε ειδική δ.λ. (που αναφέρεται σε μια ορισμένη κατηγορία περιπτώσεων, για τις οποίες είναι αρμόδια ειδικά δικαστήρια). Σε σχέση προς την εξεταστέα ύλη, διακρίνεται σε αστική, ποινική και διοικητική δ.λ. (σχετική με τη συνταγματική νομιμότητα των νόμων). Εκτός των εθνικών (εσωτερικών) κανονισμών, λειτουργεί εξάλλου μία διεθνής δ.λ., η οποία ρυθμίζεται από ειδικές διεθνείς συμβάσεις που έχουν γίνει αποδεκτές από τα κράτη και ασκείται από αρμόδια όργανα. Θεμελιώδης για την απονομή της δικαιοσύνης είναι η διάταξη του συντάγματος η οποία ορίζει ότι δεν επιτρέπεται να αφαιρεθεί η αρμοδιότητα από τον δικαστή που ο νόμος προβλέπει για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η αρχή αυτή, γνωστή ως αρχή του νόμιμου ή φυσικούδικαστή, αποτελεί στοιχείο τόσο της έννοιας της δικαστικής ανεξαρτησίας όσο και της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου. Περιλαμβάνει άλλωστε και τα παραπτώματα του πειθαρχικού δικαίου και αφορά όχι μόνο το είδος ή τη βαθμίδα της δικαιοδοσίας αλλά και τη συγκρότηση, σύμφωνα με τον νόμο, του δικαστηρίου (π.χ. σύμφωνη προς τον νόμο κλήρωση των ενόρκων και ορθή αναλογία ενόρκων και συνέδρων στα μεικτά κακουργιοδικεία). Στη συνταγματική επιταγή του φυσικού δικαστή περιλαμβάνεται επίσης –και ιδίως– η απαγόρευση σύστασης δικαστικών επιτροπών και εκτάκτων δικαστηρίων. Στον κανόνα αυτόν υπάγονται τα δικαστήρια που δεν είναι ούτε γενικά ή τακτικά ούτε ειδικής δικαιοδοσίας (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο, Εκλογοδικείο, τακτικά ή ειδικά διοικητικά δικαστήρια, στρατοδικεία, ναυτοδικεία κλπ.) ούτε και εξαιρετικά (τέτοια είναι αυτά που προβλέπονται για την περίπτωση κατάστασης πολιορκίας). Γενικά, ότι απαγορεύεται η απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια που δεν έχουν συσταθεί κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις αντικειμενικές απαιτήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας και της ασφάλειας του ατόμου. Η δ.λ. έχει διαμορφωθεί στο δικό μας νομικό καθεστώς στα πλαίσια της ηπειρωτικής ευρωπαϊκής νομικής παράδοσης, η οποία διαφέρει αισθητά από την αγγλική. Κατά την πρώτη, η ερμηνεία του δικαίου ακολουθεί πορεία από τον κανόνα στην ειδική περίπτωση· κατά τη δεύτερη, ανάγεται από την ειδική περίπτωση στον κανόνα. Κατά το σύστημα δηλαδή αγγλικού τύπου, η δικαιοδοτική δράση τοποθετεί το κέντρο βάρους περισσότερο στη γνώση και στην απόφαση σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση παρά στην ερμηνεία του κανόνα, έτσι ώστε ο ίδιος ο κανόνας συνάγεται ως γενίκευση των δικαστικών αποφάσεων (δεδικασμένο). Συνοψίζοντας, ενώ στις χώρες του ρωμαϊκού δικαίου θεματοφύλακας του δικαίου είναι ο νομοθέτης, στις αγγλοσαξονικές χώρες θεματοφύλακας είναι η τάξη των νομικών. Από αυτή τη διαφορετική παράδοση εμπνεύστηκε άλλοτε η σχολή του ελευθέρου δικαίου που διεκδικούσε μια ελεύθερη διαμόρφωση του δικαίου από μέρους των δικαστών. Στις αγγλοσαξονικές χώρες είναι ακόμα και σήμερα αρκετά ισχυρή η επίδραση αυτής της σχολής και συνεπώς και η σημασία που αποδίδεται στον ρόλο των δικαστικών αποφάσεων κατά τη γενικότερη διαμόρφωση του ισχύοντος δικαίου (common law).
Dictionary of Greek. 2013.